παραμελώ

παραμελώ
παραμέλησα, παραμελήθηκα, παραμελημένος, αμελώ, παραλείπω, αδιαφορώ: Παραμελεί συχνά τη δουλειά του. – Είναι παιδί παραμελημένο, γι' αυτό φέρεται παράξενα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραμελώ — παραμελῶ, έω, ΝΑ 1. αμελώ, δεν φροντίζω για κάποιον ή για κάτι 2. παθ. παραμελοῡμαι, έομαι εγκαταλείπομαι από κάποιον («παραμελημένα παιδιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀμελῶ] …   Dictionary of Greek

  • παραμελώ — παραμελώ, παραμέλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραμελῶ — παραμελέω disregard pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραμελέω disregard pres ind act 1st sg (attic epic doric) παραμελέω disregard pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραμελέω disregard pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμέλω — παρά μέλω to be an object of care pres subj act 1st sg παρά μέλω to be an object of care pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατολιγωρώ — κατολιγωρῶ, έω (ΑΜ) αδιαφορώ για κάτι εντελώς, παραμελώ τελείως κάτι («κατολιγωρήσαντες δὲ τοῡ δικαίου», Λυσ.) αρχ. 1. είμαι αμελής 2. καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλιγωρῶ «αδιαφορώ, παραμελώ»] …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • παραμέληση — η η ενέργεια τού παραμελώ, η έλλειψη φροντίδας ή ενδιαφέροντος για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμελώ. Η λ., στον λόγιο τ. παραμέλησις, μαρτυρείται από το 1851 στον Σπ. Αντωνιάδη] …   Dictionary of Greek

  • παρεώ — άω / παρεῶ, άω, ΝΜΑ αφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω παραμελώ νεοελλ. ναυτ. α) (σχετικά με άγκυρα) αφήνω να ολισθήσει στη θάλασσα, κν. καλουμάρω β) (σχετικά με σχοινιά) χαλαρώνω, λασκάρω, μποσικάρω μσν. 1. εγκαταλείπω, αφήνω 2. επιτρέπω (μσν αρχ …   Dictionary of Greek

  • περιορώ — άω, ΜΑ [ορώ] 1. βλέπω ολόγυρα, κοιτάζω εδώ κι εκεί 2. (με κατηγ. μτχ. ή με απρμφ. ή με αντικ. σε γεν. ή σε αιτ.) παραβλέπω, παραμελώ, ανέχομαι να... (α. «δεόμενοι μὴ σφᾱς περιορᾱν φθειρομένους», Θουκ. β. «περιιδόντας τοὺς Πέρσας ἐσελθεῑν», Ηρόδ.… …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”